- ἀνήβῳ
- ἄνηβοςnot yet come to man's estatemasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανηβώ — ἀνηβῶ ( άω) (Α) [ήβη] 1. ξαναγίνομαι έφηβος 2. είμαι στην ακμή της νιότης μου … Dictionary of Greek
ἀνηβῶ — ἀ̱νηβῶ , ἀνηβάω grow young again imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀνηβάω grow young again pres imperat mp 2nd sg ἀνηβάω grow young again pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀνηβάω grow young again pres ind act 1st sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνανηβώ — άω, Α ξαναγίνομαι νέος, ανηβώ* μαζί με άλλον («τῇ τῆς ψυχῆς φιλεργίᾳ καὶ τὸ σῶμα συνανηβᾷ», Θεμίστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνηβῶ «ξαναγίνομαι έφηβος, είμαι στην ακμή τής νιότης μου»] … Dictionary of Greek